- σκόλη
- ημέρα γιορτής και γενικά αργίας: Αύριο που έχουμε σκόλη θα έρθω να σε δω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκόλη — η, Ν βλ. σχόλη … Dictionary of Greek
σκολιάτικος — η, ο, θηλ. και ια, Ν [σκόλη] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε σκόλη, εορτάσιμος. επίρρ... σκολιάτικα Ν χρον. σε εορτάσιμη ημέρα, κατά τη διάρκεια εορτής … Dictionary of Greek
σχόλη — σχόλη, η και σκόλη, η μέρα γιορτής ή γενικά μέρα ανάπαυσης: Θα ρθω να σε δω αύριο που έχουμε σκόλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαφρόσκολη — η η αλαφρογιορτή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + σκόλη] … Dictionary of Greek
ιπλόσκολο — το 1. δύο σχόλες, σύμπτωση δύο εορτών σε μια μέρα 2. δυο γιορτές σε δυο συνεχόμενες μέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλο * + σκόλη «ημέρα αργίας, αναπαύσεως»] … Dictionary of Greek
σχολάζω — ΝΜΑ, και σκολάζω και σχολώ ή σχολάω και σκολώ ή σκολάω και σχολνώ ή σχολνάω και σκολνώ ή σκολνάω Ν, και βοιωτ. τ. σχολάδδω Α σταματώ να κάνω κάτι, διακόπτω την εργασία μου για να αναπαυθώ (α. «συνήθως σχολάμε στις δύο» β. «σχολάσαμε νωρίς από το… … Dictionary of Greek
σχόλη — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * και σκόλη, η, Ν 1. ανάπαυση 2. (κατ επέκτ.) ημέρα αργίας, γιορτή· [ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή* με σημ. «απραξία,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
sculă — SCÚLĂ, scule, s.f. 1. Piesă folosită pentru prelucrarea unor materiale solide, în scopul schimbării formei, a dimensiunilor şi a proprietăţii acestora; unealtă, instrument. ♦ Parte activă a unei scule (1), care acţionează nemijlocit asupra… … Dicționar Român
αργία — η 1. το να μην εργάζεται κανείς, ανάπαυση, σκόλη: Αύριο είναι αργία και δε θα χουμε σχολείο. 2. (εκκλησ.), προσωρινή παύση κληρικού: Ο δεσπότης τιμώρησε τον παπά του χωριού μ ένα μήνα αργία. 3. ποινή προσωρινής απομάκρυνσης αξιωματικού από το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)